- καταφτάνω
- κατέφτασα και κατάφτασα, καταφτάστηκα, καταφτασμένος1. προφταίνω κάποιον: Τον κατάφτασε στο τρένο.2. φτάνω: Κατέφτασε στον Πειραιά το καράβι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.